28 Φεβρουαρίου 2014

Άσπρο/Μαύρο.

Τις μέρες εκείνες που ξυπνάς οικειοθελώς γιατί το μυαλό χόρτασε όνειρα και το σώμα ακινησία, ο χρόνος αντεπιτίθεται με τρέξιμο, αλλάζει τη ροή του σε καταρράκτη κι αποδεικνύει περίτρανα ότι κάθε όμορφο ρουφιέται γρήγορα και μερικές φορές πληρώνεται με εκείνο που δεν περιμένεις, όμως αν το καλοσκεφτείς ίσως και το μαύρο να υπάρχει για να φαίνεται πιο φωτεινό το άσπρο γιατί αλλιώς θα γινόντουσαν τα πάντα μια συνήθεια, σαν κατακτήσεις που έπαψαν να εκτιμούνται και εγκολπώθηκαν στην καθημερινότητα, έτσι λοιπόν και οι βρώμικες κάλτσες αποτελούν το ισοζύγιο της τύχης του να ξυπνάς το πρωί και να αντικρίζεις δίπλα σου αυτόν που θες.

25 Φεβρουαρίου 2014

σκέψεις.

Είναι εκείνη η σκέψη, χωμένη καιρό τώρα
στο μυαλό μου, 
σαν στόχος άγρυπνος, αόρατος, άπιαστος
σκέψη, χρώμα που ανακατεύεται χρόνια σε παλέτα
για να αποκτήσει χροιά ιδιάζουσα,
με νόημα ή χωρίς, εκεί θρονιασμένη,
φυσάει - δε φεύγει,
κοιμάμαι και παίρνει μορφή.



24 Φεβρουαρίου 2014

Ποικιλομορφία.

Λίγα άτομα στο βαγόνι, επιλέγω την πιο απομακρυσμένη θέση, δίπλα στο ραγισμένο παράθυρο. Θέλω να είμαι άνετα, να βολέψω εμένα, το υπερφορτωμένο με βιβλία αγγλικών σακίδιό μου και να διαβάσω ανενόχλητη το βιβλίο μου - η διαδρομή στο εσωτερικό της πόλης άλλωστε ισοδυναμεί με μίνι ταξίδι, με το γύρο ενός μικρού αιγαιοπελαγίτικου νησιού. Παίρνω στα χέρια μου το "Περί ηρώων και τάφων" του Σάμπατο και βυθίζομαι στις ιστορικές και λογοτεχνικές περιγραφές αποκόπτοντας τη συνειδητή μου παρουσία από το χώρο που με περιβάλλει. 
Μέχρι το Μοσχάτο. 
Γέλια, φωνές και εύθυμα ουρλιαχτά με επαναφέρουν στην πραγματικότητα. Πριν προλάβω να ξυπνήσω, μια ομάδα περίπου δέκα νέων εισβάλουν στο βαγόνι. Το τραίνο αναχωρεί από το σταθμό και οι νέοι, σαν συντονισμένοι από άηχο πυρ αρχίζουν να τραγουδούν ένα τραγούδι ξενιτιάς, όλοι μαζί, σαν σε παράσταση. Άτομα διαφορετικών εθνικοτήτων και χρωμάτων, σχεδόν αγκαλιασμένοι, ενώνουν τις νότες των φωνητικών τους χορδών προσπαθώντας να περάσουν το μήνυμά τους μέσω της χαράς. Μετά το ελληνικό παραδοσιακό άσμα, τραγουδούν κι άλλο, σε άλλη γλώσσα τελείως διαφορετική από εκείνες που μας είναι οικείες, πάλι το ίδιο εύθυμα, το ίδιο δυνατά.
Ένα ξανθό παλικάρι αρχίζει να μοιράζει χαρτάκια που αποτελούν γραπτή ενημέρωση της συγκεκριμένης κίνησης. Αναφέρουν ότι μέσω του τραγουδιού θέλουν να υπερασπιστούν την πολυπολιτισμική ποικιλομορφία της κοινωνίας και να εναντιωθούν στη βαρβαρότητα και το φασισμό. Κοιτάζω τους δύο κύριους απέναντί μου. Ο ένας το διαβάζει το απόκομμα, το φυλάει στην τσέπη του και στο τέλος χειροκροτεί και επευφημεί την ομάδα. Ο δεύτερος, ο τύπος με το ριγέ κοστούμι, το δερμάτινο χαρτοφύλακα και τα ακινητοποιημένα από το ζελέ μαλλιά, το τσαλακώνει και το στριμώχνει στη μικροσκοπική τσεπούλα του σακακιού, ενώ συνεχίζει να ασχολείται με το τελευταίας τεχνολογίας κινητό του κατεβάζοντας αόρατες παρωπίδες.
Φτάνουμε στην επόμενη στάση και μόλις οι πόρτες ανοίγουν η ομάδα πετάγεται έξω με προορισμό ένα νέο βαγόνι. Μένουμε μόνοι, οι αρχικοί επιβάτες, με τη ματιά ελεύθερη να ανιχνεύσει οποιαδήποτε συναίσθημα στα πρόσωπα των υπολοίπων. Κάποιοι χαμογελούν μόνοι τους, άλλοι έχουν εκείνο το υγρό βλέμμα των πολύ γερασμένων ανθρώπων κι άλλοι συνεχίζουν ακάθεκτοι να αδιαφορούν σαν το συμβάν να μη τους αφορούσε περισσότερο από μία σεισμική δόνηση στο Μπουένος Άιρες. 
Κι έτσι είναι λογικό. Το γεγονός ότι ζούμε και υπάρχουμε στην ίδια κοινωνία δε σημαίνει πως ενώνει και τις πεποιθήσεις μας. Καθένας έχει τα βιώματά του, τις αξίες του και τα πιστεύω του. Με αυτά μεγάλωσε, με αυτά πορεύεται, κάνει τις επιλογές του και ζει.  Είναι εκείνοι που πιστεύουν στην ισότητα και οι άλλοι που πιστεύουν πιο πολύ στη Στικούδη. Απλά για εμένα οι δεύτεροι είναι κάπως, πως να το πω κομψά, λίγο ζώα. Κι αυτή είναι η ταπεινή μου γνώμη.



11 Φεβρουαρίου 2014

Αναρρωτική.

Κάθομαι σ' εκείνη την ασύμβατη με το χώρο καρέκλα, αγκαλιά με τη μαλακή κουβέρτα. Δε θα πάω στο "εργοστάσιο" σήμερα κι αν και άρρωστη, η απόφαση κρύβει μέσα της ψήγματα χαράς. Τυλίγω το γδαρμένο από τις λέξεις λαιμό μου, τον τυλίγω με φροντίδα σαν παιδί χτυπημένο και του δίνω ζεστά για να συνέλθει. Σκέφτομαι το σχολείο, την αγωνία της γρίπης προκειμένου ν' αποφύγω το τότε εργασιακό οχτάωρο, ένας σαραντάρης πυρετός ως έξοδος κινδύνου από την ανία. Τώρα θα πήγαινα σχολείο, τώρα θα το προτιμούσα. Θα ξεφορτωνόμουν τις αυτοματοποιημένες απαντήσεις μου κι αν δε μου άρεσαν αυτά που άκουγα, θα άφηνα το μυαλό μου να πετάξει. Μεγαλώνοντας όλοι αναθρέφουμε ένα Μερσώ μέσα μας, συνηθίζουμε, βολευόμαστε και ελαττώνουμε τις αντιδράσεις μας. Όχι εγώ όμως, όχι σήμερα. Σήμερα είμαι άρρωστη και θα μείνω σπίτι με το έτσι θέλω μου. Γιατί -νομίζω- ότι μπορώ.