23 Οκτωβρίου 2013

Μια φορά κι έναν καιρό..

..ήταν ένας Ακροβάτης που πέρναγε την ώρα του περπατώντας σε σχοινιά, καλώδια και τεντωμένα σύρματα κάθε είδους. Φίλους δεν είχε, εξόν από μια Κίχλη που έκοβε κατά καιρούς Παντζάρια, πετούσε ως τον ώμο του, έκλεινε τα λαμπερά φτερά της και τον τάιζε στο στόμα. 

Αίφνης μια μέρα,
 -μια μέρα που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι θλιβερή, βροχερή μουντή και μαύρη για λόγους τραγικότητας αφήγησης και που δεν ήταν παρά ηλιόλουστη και καλοσυνάτη-
ο περί ου ο λόγος μοναχικός μας τύπος έκπληκτος ανακάλυψε ότι είχε χάσει την ισορροπία του! Αυτός που ζούσε μες στα σύννεφα και γνώριζε τα φυλλώματα των δέντρων καλύτερα κι από τα σοκάκια της γειτονιάς του, είχε εγκαταλειφθεί σύξυλος από την πιο χαρακτηριστική του ιδιότητα.

Δεν το έβαλε όμως κάτω. Αρχικά στράφηκε στην παλιά δοκιμασμένη μέθοδο της προπόνησης αλλά μετά από τρία σπασμένα πόδια, πέντε ραγισμένες κλείδες και οχτώ αχρηστευμένα χέρια αποφάσισε να καταφύγει σε άλλου είδους τεχνάσματα. Έτσι αγγάρεψε μια δολοφόνο, γνωστή στους ευρύτερους κύκλους και ως Κίλλερ, να του πετά μαχαίρια όσο αυτός θα επιχειρούσε να διασχίσει το τεντωμένο σχοινί, με την ελπίδα ότι ο φόβος και ο τρόμος θα τον επανέφεραν στην αρχική του κατάσταση. Ούτε όμως κι αυτό το εγχείρημα απέβη αποτελεσματικό, το αντίθετο μάλιστα, αφού ο  φίλος μας εκτός από αστάθεια βρέθηκε να έχει και ιπταμενομαχαιροφοβία.

Τότε ήταν που εμφανίστηκε μπροστά του ο επανωμηχανης θεός, ένα Υπέροχο πλάσμα με σώμα λιονταριού, μυαλό κουκουβάγιας, αμφίεση τραβόλτα και πιστή του σύντροφο μια καβασάκι 600.
Σταμάτησε μπροστά από το δέντρο στο οποίο ο ακροβάτης είχε γύρει κι έκλαιγε απαρηγόρητος τη μοίρα του σηκώνοντας τρεισήμισι σύννεφα σκόνης και τριαντα-τρία πετραδάκια στον αέρα που προτίμησαν να πετάξουν από το να προσεδαφιστούν ξανά, άπλωσε το χέρι του και του έδειξε σκίτσα από τον κόσμο που δε γνώριζε, τον επίγειο. Του έδειξε Μπαζνολούλουδα πιτσιλισμένα με σταγόνες μπλε πλαστικού χρώματος, του έδειξε τη γυναίκα μόδιστρο με τα Κόκκινα Χείλη, τα Παιδικά Λευκά Παπουτσάκια σε πορτοκαλί φόντο και τέλος μια όμορφη μονόφθαλμη χαμογελαστή κοπέλα που τραγούδησε στ' αυτιά του τσιριχτά ΛΟΛ. Ο Υπέροχος πήρε πίσω τις ζωγραφιές του, του έκλεισε το μάτι, καβάλησε τη μηχανή του κι εξαφανίστηκε (φήμες λένε ότι εκείνη τη μέρα ήταν βραδινός και είχε ήδη καθυστερήσει να χτυπήσει κάρτα στην εταιρεία του).

Μετά από αυτό ο Ακροβάτης έβγαλε τα μαύρα, εύκαμπτα παπούτσια του, χαιρέτισε τον ουρανό και κατευθύνθηκε προς το Λευκό του Πύργο. Τώρα πια ήξερε. Τι; Δε μένει παρά να ρωτήσουμε τον ίδιο.




20 Οκτωβρίου 2013

Εργασία και χαρά, μέρος δεύτερο.








Παιδιά. Ναι, εκείνα που φαντάζεσαι. Με την πολυλογία, την υπερκινητικότητα, τις ατέλειωτες ερωτήσεις.Μία τάξη, μία δασκάλα, ένας μαγικός πίνακας, ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι και γύρω του λιλιπούτειοι σύνεδροι με πολύχρωμες κασετίνες και ευφάνταστες ξύστρες. "Κυρία", "miss", "teacher", "μαμά", ακούω σε όλα.

Παιδιά. Που τραγουδούν μες στην τάξη χρησιμοποιώντας αυτοδημιούργητες λέξεις, που η αγωνία τους περιορίζεται στο πως θα καταφέρουν να τεμαχίσουν μία γόμα με το χάρακα, που θα σκάσουν αν δε σου περιγράψουν τον καλύτερό τους φίλο. Έρχονται χοροπηδώντας στην τάξη, διαφωνούν για τα μαθήματα επιχειρηματολογώντας κατά κόρον με τη φράση "μα αφού είναι χαζομάρα!", απλώνουν όλη την πραμάτεια τους, ρίχνουν, χάνουν , βρίσκουν αντικείμενα, αλληλοκατηγορούνται κι αγκαλιάζονται, απορροφούν γνώση. 

Παιδιά. Διαφορετικών βιοτικών επιπέδων, φορείς οικογενειακών προβλημάτων, χαρούμενα και προβληματισμένα. Η Ηρώ που έχασε τον πατέρα της πέρυσι τα Χριστούγεννα, ο Κώστας που έχει πατέρα ναυτικό και τον βλέπει δύο φορές το χρόνο, η Μαριλού της οποίας η μητέρα δουλεύει τα απογεύματα και κάθε φορά πριν μπει στην τάξη κλαίει γιατί της λείπει, η Άρτεμις που από τότε που χώρισαν οι δικοί της χάνεται συχνά στις σκέψεις της, ο Θοδωρής που παραδέχεται ευθαρσώς ότι δεν αγαπά το μικρό του αδερφάκι γιατί απλούστατα δεν καταλαβαίνει τίποτα. 

Παιδιά. Ενθουσιάζονται με ένα τραγούδι, με τα έντονα χρώματα, με ένα υποτυπώδες παιχνίδι, με τη βραχυπρόθεσμη κατάκτηση ενός στόχου, με τα αυτοκόλλητα, με τα μαλλιά και τα ρούχα της κυρίας τους, με τα μηχανικά μολύβια, με εκείνες τις σύγχρονες σβούρες των οποίων το όνομα μου διαφεύγει. 

Παιδιά. Μου.

1 Οκτωβρίου 2013

Εργασία και χαρά, μέρος πρώτο.

8 η ώρα με ξυπνάει και σηκώνομαι κατά κανόνα, ένα εικοσάλεπτο αργότερα. Καφές καραβίσιος με χλιαρό νερό, ανώδυνα ερεθίσματα με επιτομή το καντι κρας. Χαλαρές κινήσεις και ακούσιες συγκρούσεις με τον τοίχο (σε 10 χρόνια θα χρειαστώ καινούρια μικρά δαχτυλάκια ποδιών). Ησυχία ή ράδιο, ανάλογα με τις ορέξεις. Ντουζ ντύσιμο και εγκατάλειψη οικίας στις 9,20 με εφόδια ένα βιβλίο κι ένα μπουκαλάκι νερό.
  




Πρωινή δουλειά.
Το πρωί μεταφέρω αλυσιδωτά την πίεση από πάνω μου στους ανυποψίαστους, αγενείς, αγχωμένους δέκτες των τηλεφωνημάτων μου. Κάποιος είχε πει ότι αυτή είναι από τις χειρότερες δουλειές του κόσμου -αυτός ο κάποιος είμαι εγώ. Εγκατέλειψε σταχτοπούτα το πατατράκ σου ορφανό μετά τις όποιες βωμολοχίες και προχώρα παρακάτω ευδιάθετη, έχεις ένα στόχο να πιάσεις. 

Και μέσα στα 736.298 ντεσιμπέλ μία τριάδα ανθρώπων που μ΄ έβαλαν στην ομάδα τους επειδή είμαι δροσιά, όπως χαρακτηριστικά λένε. Η ομάδα του "δες το αλλιώς", κάνε τη δουλειά σου με χιούμορ και φεύγοντας άσε στην είσοδο του κτηρίου όποια αρνητική σκέψη. Η ομάδα που μου δείχνει αστείες φωτογραφίες στο κινητό και μου γυρνάει την καρέκλα 360 μοίρες, που με πνίγει με τα καλώδιά μου όταν με παίρνει από κάτω. Που σχολιάζει τα τερτίπια των υψηλά ιστάμενων συνωμοτικά. Που πιέζει τις ώρες να περάσουν πιο γρήγορα. Ένας βόριος, 2 νότιοι κι εγώ. Η ομάδα. 

Δύο η ώρα, άσε τις χαιρετούρες, θα τους δεις κι αύριο.