7 Ιουλίου 2014

μπλουμ.

Ξυπνάω, σηκώνομαι, κάνω γκελ 4.532 πόντων σε όλα τα δοκάρια του σπιτιού, βρίσκω το δρόμο για την κουζίνα, κντουπ, ξεχασμένο ανοιχτό ντουλάπι, κλειστά μάτια, καφές, ανοιχτά μάτια, συνειδητοποίηση επί του καναπέος, πεντάλεπτο απραξίας, ετοιμάζω κολυμβητικό σακβουαγιάζ, πλαστική σακούλα με γυαλιά και σκουφάκι, πλαστική σακούλα με καθαρά ρούχα, πλαστική σακούλα με βιβλίο, κινητό εισιτήριο, φοράω μαγιό, τσεκάρω είδωλο σε καθρέπτη, απογοήτευση, ντύνομαι, χαιρετώ ζυγαριά εκ του μακρόθεν. 

Αυτοκίνητο, προσπαθώ να ανοίξω πόρτα συνοδηγού χαλασμένη από εποχής Παλαιών Πατρών Γερμανού, κάνει νόημα να περιμένω να μου ανοίξει, περιμένω, μου ανοίγει, πρωί σκέφτομαι, πολύ πρωί, ίσα με το πολύ αργά των φοιτητών, σοκάκια, παράδρομοι και τσουπ, κεντρικός δρόμος.
Οι λατρεμένοι πρωινοί δρόμοι της Αθήνας πηγμένοι, με άρωμα οκτανίων και τηγανιτής ασφάλτου, συνοδευόμενοι από κόρνες, αποσκορακισμούς και αναφορές στα απόκρυφα σημεία μητέρων. Ψάχνω σταθμό στο ράδιο με μουσική, χωρίς εκφωνητές να αναλύουν το μουντιάλ, το νέο στριγκάκι γι' άνδρες και το χωρισμό εκλεκτού διασημοζεύγαρου, δε βρίσκω, κλείνω ραδιόφωνο, με τα πολλά φτάνω.

Κολυμβητήριο, ανοιχτό, περιτριγυρισμένο από γουοναμπί δέντρα που αμολούν τα εναπομείναντα φύλλα στον τσιμεντένιο βυθό, ώρα κοινού - κοινό από δύο έως εκατόν δύο χρονών, ηλικιακή, αθλούμενη σαλάτα- βγάζω πλαστικοποιημένο καρτελάκι εισόδου κι οδεύω προς το ορθογώνιο παραθυράκι της γραμματείας. Μπροστά μου δίμετρος, ηλιοκαμένος υπερτούμπανος, μήκος πλάτης ένα τσικ παραπάνω από από κάποιο οικοδομικό τετράγωνο, πασάρει καρτελάκι σε γραμματέα Α και καλημερίζει γραμματέα Α και Β, ξεστράβωμα αμφότερες οι γραμματείς, πρόσκληση για καφέ στα ενδότερα, ευγενική άρνηση υπερτούμπανου, σειρά μου τώρα, άχρωμη δήλωση: "το κολυμβητήριο Πέμπτη και Παρασκευή θα είναι ανοιχτό έως τη μία για το κοινό", αυτά.

Εισέρχομαι στο ένα από τα δύο αποδυτήρια γυναικών, το λιγότερο κουλ, εκεί που δεν έχει πρίζες για πιστολάκι στον τοίχο, αυτό που προτιμούν οι λιγότερο μοντέλες. Ο στενός διάδρομος μετά την είσοδο οδηγεί στα ντους, πέντε στήλες ντους στη μία πλευρά του τοίχου κι άλλες πέντε στην άλλη, κάτω από τις στήλες τέσσερα ζευγάρια βυζιά με σαπουνάδες. Συνεχίζουμε στο δωμάτιο με τους ξύλινους πάγκους, σάκοι σκόρπιοι κι αραχτοί σε διάφορα σημεία, μυρωδιά μούχλας ανακατεμένης με χλώριο και υγρασία. Αφήνω καπέλο καβουράκι, αποκαλύπτω αχτένιστο τριχωτό κεφαλής, αφαιρώ φόρεμα, μένω με το μαγιό, σκουφάκι θαλασσί αρένα και γυαλάκια καρφουρ, υποχρεωτική στάση στα ντους, ξέπλυμα, βγάνω στην πισίνα, αφαιρώ πολυχρησιμοποιημενη σαγιονάρα και
ΜΠΛΟΥΜ.

2 Ιουλίου 2014

30°C


ζέστη, θερμοκρασία που λιώνει το σώμα - η ζυγαριά διαψεύδει, απ' το μπαλκόνι βλέπεις μπαλκόνι με σκύλο, η απέναντι μαμά φωνάζει το γιο της και σε περίοδο διακοπών, τα γυφτάκια αλωνίζουν ξυπόλητα τους δρόμους και η κυρία Αλτς Χάημερ τα αποσκορακίζει, {φύσα με λίγο στο πρόσωπο} , ο καναπές διαμαρτύρεται, ζεσταίνεται λέει με τα καθωσπρέπει κουβερλιά, ο ανεμιστήρας πιστός σύντροφος στέλνει ανάσες,  ανοίγω το κρύο νερό - βγαίνει βραστό, {που είναι τα τζιτζίκια;}, ο ιδρώτας θερμαινόμενο μαργαριτάρι σε πρόσωπο, σώμα, ρούχα, πάτωμα,  κάνεις δουλειές, μπαίνεις για ντους, πας για ψώνια, μπαίνεις για ντους, ήρθε Ιούλης, μένεις στο ντους.
{που είσαι θάλασσα;}