21 Αυγούστου 2014

Πολυτονικό Σύστημα

Μια ομάδα από απαστράπτοντα φωτόνια είχε ανακαλύψει το πέρασμα ανάμεσα στις γρίλιες και τώρα πανηγύριζαν χορεύοντας πάνω στις σημειώσεις του συγγραφέα Ασήμαντου.
Οι λέξεις, που χρόνια τώρα έμεναν αχρησιμοποίητες στο σκοτάδι πάνω σε κιτρινισμένα από το χρόνο φύλλα, ξαφνιασμένες από τη θέρμη του ηλιάτορα, άνοιξαν τα μάτια τους κάτω από το μαύρο ξεραμένο μελάνι και αποχαυνωμένες παρατηρούσαν την αίγλη της ημέρας. Με τη σειρά τους ανασκουμπώθηκαν τα σημεία στίξης' τα ερωτηματικά απόρησαν λίγο περισσότερο, τα θαυμαστικά άνοιξαν διάπλατα τα στόματά τους στην πορτοκαλί ατμόσφαιρα και τα κόμματα με τις άνω και κάτω τελείες χοροπηδούσαν εδώ κι εκεί σαν μπάλες καλαθοσφαίρισης. Οι τόνοι, οξείες, βαρείες και περισπωμένες, ίσιωσαν τις πλάτες τους και ατένισαν τη φωτεινή, διάφανη ταινία η οποία ξεδιπλωνόταν στις σκεπές των σπιτοσελίδων τους. Τελευταία σηκώθηκαν τα πνεύματα, οι ψιλές και οι δασείες, όταν έπεσαν από τις ράχες των γραμμάτων τα οποία είχαν από καιρό καβαλήσει. Νευριασμένα κατευθύνθηκαν προς το κέντρο του αδημοσίευτου μυθιστορήματος με σκοπό να ζητήσουν το λόγο για τον οποίο διακόπηκε η αέναη τεμπελιά τους, αλλά στο δρόμο

στο δρόμο αντίκρισαν οι μεν τα δε, το ομοίωμά τους στον καθρέπτη, το αρνητικό της μορφής τους, το υπόλοιπο μισό τους. Μουδιασμένα χάζεψαν τις αντιδιαμετρικές δομές τους, περίεργα σαν γείτονες σε κολλητά σπίτια που συναντιούνται πρώτη φορά μετά από χρόνια. Άπλωσαν τα χέρια τους να χορέψουν, σχημάτισαν φούσκες κι ανυψώθηκαν, διαπέρασαν τη στέγη, και χάθηκαν στην απεραντοσύνη του σύμπαντος. 

κάπως έτσι, ρομαντικά κι αβίαστα, καταργήθηκε στη φαντασία ενός κουμπιού το πολυτονικό σύστημα.  





Μπόμπος.

Με ξύπνησαν πρωί πρωί, ημέρα Κυριακή. Ο άντρας άρχισε να μου φορτώνει βαλίτσες, βαλιτσάκια, σακούλες, αντηλιακά και διάφορα άλλα πειστήρια επερχόμενων καλοκαιρινών διακοπών. Μετά κατέβηκε κι η γυναίκα χαρούμενη κι αεράτη με μια κάμερα παραμάσχαλα και μια σακούλα καφεΐνη. Με καβάλησαν κι οι δύο, απτόητοι που είχαν αυξήσει το βάρος που ήμουν υποχρεωμένος να κουβαλήσω κατακόρυφα. Αρχικά τους οδήγησα σε κάποια εθνική οδό, βγαίνοντας έξω από την άδεια Αθήνα. Αν και με λυπόντουσαν και δε με τρέχανε πολύ, λόγω του φορτίου μου και τις θερμοκρασίες ισημερινού, άρχισα να κουράζομαι. Οι πρώτες μας στάσεις ήταν μπροστά σε κάτι διόδια όπου ο οδηγός αντάλλασσε με μία υπάλληλο ένα απόκομμα με χρήματα κι έπειτα σηκωνόταν η μπάρα κι ενεργοποιούσε τον βζιιιν μηχανισμό μου. Οι στάσεις αυτές ήταν μάλλον ανεπιθύμητες και οι δύο επιβάτες μου τις χρέωναν σε κάποιο ελληνικό δημόσιο ενώ το στόλιζαν με βωμολοχίες που δε μου επιτρέπεται να μεταφέρω. Σε κάποια έξοδο στρίψαμε δεξιά και χάρηκα σκεπτόμενος ότι φθάνουμε, μα ούτε στους πιο απεχθείς εφιάλτες μου δεν είχα δει τους δρόμους που θα ακολουθούσαν. Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε σε κάποιο βουνό, το οποίο ναι μεν ήταν δροσερό, αφού ήταν γεμάτο πρασινάδα και δέντρα που σχημάτιζαν φυσικά, σκιερά περάσματα, αλλά είχε δρόμους για δύο του είδους μου, ενώ με το ζόρι χωρούσα μόνος μου (και που δεν είμαι και κανένα τζιπ). Επιπλέον δεν υπήρχαν σχεδόν πουθενά προστατευτικές μπάρες, με αποτέλεσμα σε κάθε στροφή να κλείνω το μάτι στο γκρεμό.Ο δίσκος πλατό μου είχε αρχίσει να με ενοχλεί πλέον αισθητά και δυσκολευόμουν να συμμορφωθώ στις εντολές του εσώκλειστου οδηγού. Τι τα θες, τι τα γυρεύεις, κάποια στιγμή έδωσε ο Ήφαιστος και φτάσαμε. Ο τόπος διαμονής ήταν το ίδιο πράσινος με τη διαδρομή και κατέληγε σε θαλασσινό νερό χρώματος σμαραγδί. Οι θνητοί μετέφεραν όλα τους τα συμπράγκαλα σε ένα πλάτωμα και με παράτησαν εκεί σχεδόν και για τις επόμενες ώρες. Έστησαν ένα υφασμάτινο σπίτι δίπλα σε κάποια άλλα που υπήρχαν ήδη εκεί αν και τον περισσότερο χρόνο μέσα σε αυτό το επταήμερο τον πέρασαν τελικά πλατσουρίζοντας και διαβάζοντας βιβλία. Αποπειράθηκαν φυσικά να με ξαναμετακινήσουν αλλά μετά από έντονες, δικές μου διαμαρτυρίες, τους απασχόλησε επιτέλους η υγεία μου και με παράτησαν ήσυχο. Κάποιο βράδυ, μετά από ένα ρεσιτάλ εναλλασσόμενων μπουμπουνητών και αστραπών, έριξε τόση βροχή, όση δεν είχα δει όλη τη χρονιά στην πρωτεύουσα. Το βράδυ εκείνο φιλοξένησα τον άντρα που χρησιμοποίησε το εσωτερικό μου σαν οχυρό ενάντια στον κατακλυσμό και την υγρασία. Οι υπόλοιπες μέρες κύλησαν ομαλά για όλους. Όταν τελείωσε η εβδομάδα στη Γη της Επαγγελίας, με ξαναφόρτωσαν όπως πριν και πήραμε ανανεωμένοι το δρόμο του γυρισμού.

Πριν κάποιες μέρες έκανα μεταμόσχευση δίσκου πλατό, ο οργανισμός που αποδέχτηκε το μόσχευμα και χαίρω άκρας υγείας.
Γεια χαρά.

1 Αυγούστου 2014

δύο ή αλλιώς μία και σήμερα.

Σηκώνομαι, πίνω χάπι, βάζω καφέ ζεστό (ζεστό;), πηγαίνω στο σαλόνι μεγάλο δάχτυλο αριστερού ποδιού ανοίγει ανεμιστήρα, μεγάλο δάχτυλο δεξιού ποδιού ανοίγει υπολογιστή, ρουφάω ζεστό καφέ (ζεστό;), περνάει η ώρα, ξαπλώνω στον καναπέ, παίρνω δίπλα μου και τον ζεστό καφέ (ζεστό;), διαβάζω τρεις-πέντε-δέκα-είκοσι σελίδες, σηκώνομαι, στέκομαι μπροστά στο ημερολόγιο τοίχου, μετράω μέρες, πρέπει να μαγειρέψω, πηγαίνω κουζίνα, βάζω κι άλλο ζεστό καφέ (ζεστό;), βγαίνω στο μπαλκόνι, συναντώ γείτονες με εσώρουχα, καπνίζουν κι αφουγκράζονται ανάσες αέρα σαν σκυλιά που βγάζουν το κεφάλι τους έξω απ' το παράθυρο του αυτοκινήτου, ξαναμπαίνω μέσα, πηγαίνω στο ημερολόγιο, μετράω μέρες, το ίδιο αποτέλεσμα, ιδρώνω-ξεϊδρώνω, Αθήνα είσαι καμίνι και φούρνος και κόλαση και όλα μου φταίνε.

μία και σήμερα.