19 Δεκεμβρίου 2013

Γερνάω μαμά.



Δεύτερο Σάββατο του Δεκέμβρη. Η μέρα ξεκίνησε μουντή αλλά μου παραχώρησε το προνόμιο της ηλιοφάνειας λόγω των επερχόμενων γενεθλίων. Βούτηξα τη φωτογραφική μου μηχανή που ακούει στο όνομα Φούλα και ξεχυθήκαμε αγκαλιασμένες στο κέντρο του θορύβου και της ανισότητας, στο κέντρο της Αθήνας.Προσπαθούσα μανιωδώς να αποτυπώσω αντιφάσεις, αδέξια μάλλον, μέσα στη μνήμη που βρισκόταν στα σωθικά της φίλης μου:
Από τη μία, ανθρώπους χαμογελαστούς στα λιγοστά πάρκα και στις πλατείες, χαχανητά στο κέντρο πολύχρωμων κάδρων,  κι από την άλλη τα ξεθωριασμένα κτήρια που θρηνούσαν την χαμένη τους αίγλη και τους ρημαγμένους δρόμους.

Όταν πια είχα χορτάσει εικόνες, κούραση και κρύο, επέστρεψα στη ζεστασιά του θερμοπομπού μου. Εντούτοις η μέρα δεν είχε τελειώσει ακόμα. Ο Θ.Σ. , του οποίου το βλέμμα παρέπεμπε σε αινίγματα ανθολογίου δευτέρας δημοτικού, μου ανακοίνωσε περιχαρής ότι το βράδυ θα γιορτάζαμε την ανάπτυξη των άσπρων τριχών μου σε κάποιο μεζεδοπωλείο της περιοχής. Φορέσαμε λοιπόν τα επίσημά μας και παρφουμαρισμένοι καβαλήσαμε τον ηλικιωμένο, τετράτροχο Μπόμπο. Φτάσαμε σε λιγότερο από 10 λεπτά, μιας και ο προορισμός δεν απείχε πολύ από το σπίτι, και δίνωντας το όνομα/σικρετ πασγουορντ, οδηγηθήκαμε στο τραπέζι μας, όπου

όπου βρισκόντουσαν όλοι. Η από γεννησιμιού κολλητή μου, ένας ακροβάτης και μία κοκκόνα από τη μακρινή συμπρωτεύουσα, η υπεύθυνη διακόσμησης λατρεμένη Φρικολολίτα, ένας γλυκούλης Ιγνάτιος Ντάλτον, το Κρητικό Κογιότ, η γραφίστρια με τα Παιδικά Παπούτσια και ο Βασιλιάς Υπέροχος, στολισμένοι με κωνικά παρτυ χατς και περιστοιχισμένοι από πολύχρωμα μπαλόνια σε παλ αποχρώσεις. Στο κέντρο του ενδιαφέροντος ένας ροζ ποντικός με 185 κεράκια αναμμένα που αδημονούσαν να απαλλαχτούν από τις υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες. Ήταν όλοι εκεί για εμένα (και όχι για την ποικιλία κρεατικών)  και ήταν τα καλύτερα γενέθλια της μέχρι τώρα 23χρονης (γκουχου) ζωής μου. 



2 Δεκεμβρίου 2013

Δευτέρα.

Δευτέρα, η χειρότερη των εφτά ημερών, η μέρα που συχνά φαντάζομαι σαν ένα παιδί που το κακομεταχειρίζονται χωρίς να φταίει και μεγαλώνοντας εκφράζει το συσσωρευμένο θυμό του σε ιθύνοντες και μη, Δευτέρα, η πρώτη εργάσιμη της εβδομάδας, να σηκωθώ, να πιω καφέ, να φύγω βιαστικά να στριμωχτώ στο μηχανικό ερπετό που τρέχει μέσα στην υπόγεια σήραγγα μαζί με άλλους πολλούς, να μοιράσουμε το οξυγόνο, να κοιτάξουμε ανέκφραστοι το κενό, να χαζέψουμε τις αντανακλάσεις μας στα τζάμια, να ισιώσουμε ακούσια τις φράντζες μας, να αποχωρήσουμε βιαστικοί για τη χώρα του ήλιου, Κοιτάζω έξω απ' το παράθυρο, δε βρέχει τώρα, άδειασε ο ουρανός σκέφτομαι μετά τη βραδινή,βομβιστική επίθεση των σύννεφων και τα αλλεπάλληλα υδάτινα πυρά, θα πάρω όμως ομπρέλα - αν το θυμηθώ, Τι να φορέσω; έχω χαλάσει το σώμα μου και η χιονοστιβάδα λίπους δε δέχεται να στριμωχτεί στα περσινά μου ρούχα, δε νιώθω καλά, ούτε εγώ ούτε και το διάφραγμά μου που με τιμωρεί με σφάχτες, 8.50, να προλαβαίνω μία κούπα καφέ ακόμη πριν βασανίσω τον εαυτό μου πηγαίνοντας στην πρωινή δουλειά μου; θα κάνω υπομονή, θα πάω και στην απογευματινή δουλειά μου να ακούσω το Στάθη να μου μιλά για τη συνέχεια της ιστορίας του Ντράγκο που πήρε αποβολή την περασμένη εβδομάδα και δε μασάει, Φασαρία, η κυρία Αλτς Χάιμερ τσακώνεται γι' άλλη μια φορά με τον σκύλο της, τον φαντάζομαι να διαφωνεί με το κρέμασμα του κόκκινου, πασχαλινού αβγού έξω από την εξώπορτα αρχές Δεκεμβρίου, αλλά η ίδια δε δέχεται κριτική από κανέναν, πόσο μάλλον από έναν σκύλο, Δεκέμβρης, ήρθε ο χειμώνας και δε ζούμε και στα ορεινά να περιμένουμε το χιόνι, το καλοκαίρι φαντάζει τόσο μακρυά αλλά ο καιρός περνάει γρήγορα, του έχω εμπιστοσύνη, 9.00, ΣΉΚΩ.