22 Σεπτεμβρίου 2014


διαβάζω ένα βιβλίο για ένα φτωχό κορίτσι που μεγάλωσε σε ένα σπίτι που είχε μόνο τοίχους κι αντί για πάτωμα είχε χώμα νωπό κι αντί για σφουγγάρισμα είχε ξεχορτάριασμα κι αντί για παπούτσια κάτω απ' το κρεβάτι είχε θαμμένη μια πουλακίδα φίλη της που πέθανε απ' την πείνα

και νοιώθω λίγο αχάριστη.

5 Σεπτεμβρίου 2014

ορθόδοξη συνέντευξη.

Χτυπάω το θυροτηλέφωνο και μπαίνω σε αναμονή, εκεί στην είσοδο της πολυκατοικίας υπό τη συνοδεία καρτουνίστικης μουσικής. Ακούγεται ένας παρατεταμένος ήχος ο οποίος δίνει πυροδοτεί μηχανική ώθηση και είσοδο στο ισόγειο. Μπαίνω στο ασανσέρ και ποντάρω στο δεύτερο όροφο (από όλους τους αριθμούς πάντα συμπαθούσα περισσότερο το δύο γιατί σχεδόν ποτέ δε δημιουργεί προβλήματα). Σκουπίζω τον ιδρώτα από το πρόσωπο και βγαίνω μπροστά σε μία ανοιχτή πόρτα, έχω πετύχει διάνα.Ένα σκυλάκι τσέπης, μικρότερο από το Γκογκο το μηχανικό σκυλάκι των διαφημίσεων που κατέκλυζαν τα πρωινά του σαββατοκύριακου προ εικοσαετίας, με υποδέχεται κουνώντας τη λιλιπούτεια ουρίτσα του, ενώ μια τσιριχτή φωνή που υπερκαλύπτει το θόρυβο του απορροφητήρα με καλεί μέσα. Βρίσκομαι σε μια σαλονοτραπεζαρία, στα αριστερά η μητέρα μαγειρεύει στην κουζίνα και δίπλα της τρία αγόρια κάθονται σ' ένα μακρόστενο ξύλινο τραπέζι καταβροχθίζοντας σπιτικά σάντουιτς.
"είσαι η καθηγήτρια αγγλικών, σωστά;"
(όχι, είμαι περαστική κι ανέβηκα για ένα σνακ)
"Ναι."
"Εγώ είμαι η Φαίδρα, το όνομά σου;"
"Κουμπί."
Κλείνει το απορροφητήρα κι έρχεται και κάθεται δίπλα μου.
"Λοιπόν κουμπί, αυτά τα τρία που βλέπεις είναι τα διαόλια μου", λέει και τα αγόρια αρχίζουν τα συνωμοτικά πνιχτά χάχανα.
"Είχαμε μια άλλη καθηγήτρια αλλά έφυγε για εξωτερικό, πολύ καλή καθηγήτρια είκοσι χρόνια proficiency, είκοσι! Όχι αστεία!" άρχισε να μου λέει κουνώντας το δεξί δείκτη για έμφαση.
"Τα δυο μεγάλα είναι στο ίδιο επίπεδο, ο τρίτος σε μικρότερη τάξη. Θα έρχεσαι και για τα τρία την ίδια μέρα, δεν μπορώ όλες τις μέρες να έχω καθηγήτριες εδώ μέσα. Που μένεις;" , της απαντάω, 
"Α, εδώ κοντά, βολεύει να έρχεσαι με αυτοκίνητο."
"Δεν οδηγώ"
"Τι πάει να πει δεν οδηγάς; Και πως μετακινείσαι;"
"Για τόσο κοντά, θα έρχομαι με το ποδήλατο"
"ΜΕ ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ;; Α-πο-κλεί-ε-ται. Ξέρεις τι επικίνδυνα είναι; Χτες ένα παιδί στη γωνία εδώ πιο κάτω, το χτύπησαν και τώρα είναι στο νοσοκομείο για τη σπλήνα του. Ξέρεις με τι ήταν;" 
"Με ποδήλατο;", υποθέτω εγώ
"Όχι, με μηχανάκι, αλλά το ίδιο είναι.Δεν άκουσες προχτές στη Νικολούλη για εκείνον που σκοτώθηκε με το ποδήλατο;"
"Δε βλέπω τηλεόραση", της απαντάω
"Τέλος πάντων. Άκουσε εδώ, Θα πας να πάρεις ένα αυτοκίνητο και να μην το παίρνεις το ποδήλατο. Δίπλωμα έχεις;"
"Όχι"
"Ε, τότε να βγάλεις και δίπλωμα. Κι από που είσαι είπαμε;"
"Από Ν."
"Κι εδώ τι κάνεις;"
(μπλέκω με περίεργες) "Μένω με το σύντροφό μου"
"Παντρεμένη είσαι;"
"Όχι"
"'ΟΧΙ;;; Αυτό είναι αμαρτία, δεν επιτρέπεται! Να παντρευτείς. Πόσο χρονών είναι ο λεγάμενος;"
-της απαντάω-
"Ε, ώρα του είναι κι αυτουνού, να του πεις να σε πάρει. Να πάτε εδώ πιο Κάτω, στο Ναό Τάδε, εκκλησιάζει ένας μοναχός, άγιος, σαν τον Πάτερ Παΐσιο. Τον ξέρεις τον Πάτερ Παΐσιο φαντάζομαι.."

(αλίμονο) "Ναι."

"Εκεί να πάτε, μέσα στην εβδομάδα, να μη μείνεις έτσι αστεφάνωτη και μετά να πας να εξομολογηθείς"

(βέβαια, δε θα αμελήσω)

"Αν πάλι δεις ότι ο δικός σου τσινάει έχω να σου γνωρίσω εγώ έναν φίλο μας, πολύ καλό παιδί, έτσι, γιατί σε συμπάθησα"

(τι άλλο θ' ακούσω σήμερα) "Κοιτάξτε, δεν ξέρω για τόσο σύντομα, αλλά κάποια στιγμή θα παντρευτούμε φαντάζομαι, απλά είναι και το οικονομικό.."

"Ποιο οικονομικό;; Εγώ ξεβράκωτη παντρεύτηκα! Θα παντρευτείς, φέτος κιόλας".

(πάει, το κλείσαμε κι αυτό)

"Λοιπόν, θα σε κρατήσω. Σε κατάλαβα εγώ από την πρώτη στιγμή, σε είδα από το ματάκι και γυρίζω στα παιδιά και τους λέω, αυτή παιδιά είναι καθηγήτρια πραγματική, έτσι δε σας είπα παιδιά;"

Καμία απάντηση. Τα παιδιά είχαν κρεμαστεί από την οθόνη του υπολογιστή.

"Λοιπόν, πες μου πότε αρχίζουμε", συνέχισε εκείνη απτόητη,"διάλεξε όποια μέρα θες, εκτός από Τετάρτη και Κυριακή που πηγαίνουμε εκκλησία, κι εσύ φαντάζομαι.."

(κι εγώ, απ' έξω) Γνέφω καταφατικά να κρύψω ένα γέλιο που είχε καθίσει από ώρα στο λαιμό. 
"Τρίτη πρωί, σας βολέυει;"

"Μια χαρά, να ξεμπερδεύουν και τα παιδιά νωρίς, να έχουν το απογευμα ελεύθερο, μιας και δεν έχουν αρχίσει ακόμα σχολείο".

"Ωραία, θα τα πούμε τότε λοιπόν", είπα  και σηκώθηκα να φύγω

"Πριν φύγεις να μου αφήσεις το τηλέφωνο του σπιτιού, να, γράψ'το εδώ, μη και δε σε βρίσκω στο κινητό, άσε που στο σταθερό έχουμε εκείνο το πρόγραμμα με τα δωρεάν αστικά κι έτσι δεν υπάρχει λόγος να χρεωνόμαστε, ούτε εγώ, ούτε κι εσύ, σωστά;"

"Σωστά", απάντησα κι έγραψα το τηλέφωνο μη μπορώντας να το αποφύγω. "Λοιπόν, χάρηκα, καλό βράδυ"

"Επίσης, κι όπως είπαμε, ε;"

(στημένο χαμόγελο, από εκείνα που αφήνουν αναλλοίωτο το σχήμα των ματιών) "Ναι. Γεια σας", είπα κι έκλεισα την πόρτα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Κατέβηκα τους ορόφους με τα πόδια, σχεδόν τρέχοντας, βγήκα έξω κι αφού περπάτησα δύο-τρία τετράγωνα, σίγουρη πως είχα απομακρυνθεί αρκετά, κοντοστάθηκα για   α ν ά σ ε ς.
  

2 Σεπτεμβρίου 2014

έξαλλη.

γυρίζεις στην πρωτεύουσα επιδεικνύοντας καμένους ώμους, με το μυαλό μουδιασμένο μετά από μέρες νεκρικής σιωπής, κλείνεις τα μάτια, μυρίζεις το κύμα που σκάει στα πόδια, το βιβλίο που κοιμάται πάνω στο πρόσωπο, τον αέρα που κατεβαίνει σαν ανάσα απ' το βουνό, το αλατισμένο χώμα, ανοίγεις τα μάτια, βλέπεις το βενζινά πλυμένο με ιδρώτα να εύχεται "καλό χειμώνα", βγάζεις το περίστροφο, σημαδεύεις στην καρδιά, πατάς σκανδάλη
και κάπως έτσι τερματίζει η σημερινή συνεισφορά σου στην ανθρωπότητα.

Το καλοκαίρι ΆΝΘΡΩΠΟΙ σταματά στις 21 Σεπτεμβρίου με τη φθινοπωρινή ισημερία, ΜΗ μας ξυπνάτε πιο πριν.