20 Οκτωβρίου 2014

σε πέντε μέρες σαββατοκύριακο.

Αναχώρηση για χωριό, εκατόν ογδόντα πέντε χιλιόμετρα, διόδια κι έπειτα άλλα λίγα διόδια και προς το τέλος μερικά διόδια ακόμα, φρεσκογραμμένη μουσική επιλεκτικά ακουσμένη από ένα και μοναδικό λειτουργικό ηχείο, στροφές εδώ κι εκεί, διάσπαρτες παντού και στάσεις για την ικανοποίηση βιολογικών αναγκών, μετά δέντρα, πολλά δέντρα, πράσινα, πορτοκαλί και κόκκινα, καμιά μούντζα σε αφηρημένο οδηγό, με τα πολλά άφιξη σε ηλιόλουστο φθινόπωρο με θερμοκρασία Αυγούστου. Ένα κορακί γατάκι με πράσινα μάτια περνάει το δρόμο χωρίς ελέγξει πρώτα αν έρχονται αυτοκίνητα, έρχεται στη μεριά μας γιατί είναι μεσημέρι και θέλει να νοιώσει λίγο αγάπη, να γουργουρίσει κι εκείνο την κοιλιά του ακομπανιάροντας το ροχαλητό που ακούγεται από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας, του κάνω το χατήρι και μετά το πηγαίνω στη δική του αυλή, ξαπλώνω στο δωμάτιο, βυθίζομαι σ' ένα φλύαρο κεφάλαιο του βιβλίου, κουράζομαι, κλείνω τα μάτια μέχρι να τα ξανανοίξω, "σήκω να ετοιμαστείς, πρέπει να φύγουμε για το γάμο".

Οπάκ καλσόν και τζιτζίκια να τραγουδούν σε μι μινόρε, το βουνό ξερνάει ζέστη και το δερμάτινο σακάκι παίζει ρόλο διακοσμητικό, εκκλησία, στη γωνία κατεβάζει δροσερό αεράκι, γύρω γύρω δαντέλες στρας και πέδιλα, μπομπονιέρες ανθρώπινου μεγέθους, έρχεται η νύφη- χειροκρότημα στη νύφη, μένουμε έξω από την εκκλησία, ο καιρός θυμώνει, βάζει αέρα, το μυστήριο ολοκληρώνεται σε φυσιολογικές για την εποχή θερμοκρασίες. Τραπέζι στο εστιατόριο του χωριού, στην πλατεία, οικογένειες μαζεμένες παίρνουν θέσεις σε τραπέζια και μοιράζουν τα ορεκτικά ακριβοδίκαια, βασισμένοι στον αριθμό των μελών, κάποιος φεημστορίτης τραγουδιστής τραβάει μια κορώνα απ' τα μαλλιά στο ηχείο πάνω απ'το κεφάλι μου, "ωραίο το τζατζίκι, δυνατό!", χνώτα που μυρίζουν νικοτίνη και πιάσε μια πίτα με απ' όλα μάστορα, έρχεται το ζευγάρι, πειράγματα από τους εξ' αριστερών νεολαίους, τα παρανυφάκια τρέχουν αφηνιασμένα, κάτω απ' τα τραπέζια, δίπλα στα τραπέζια, πάνω στα τραπέζια, χαιρετούρες, φιλιά και δυο-τρία "και στα δικά σας" ασχολίαστα, συνωμοτικά γελάκια και μετά κλαρίνα. Κλαρίνα. Μετά πάλι κλαρίνα. Μετά κι άλλα κλαρίνα. Και μετά φύγαμε.

Επιστροφή στην πρωτεύουσα, πρωινό Σαββάτου σε αντίστροφη επανάληψη, βαλίτσες που μυρίζουν μάλμπορο, άνοιγμα καναπέ, εφτά απανωτά επεισόδια Sopranos, ύπνος και μετά

Δευτέρα. Κιόλας. Πάλι. Δευτέρα.

14 Οκτωβρίου 2014

Ξ


ξύπνησα από το όνειρο με τον πιανίστα που ανακατευόταν μέσα στο πλήθος ινκόγκνιτο, ξεπροβόδησα Εκείνον κι έπειτα ασχολήθηκα με τις σελίδες στις οποίες κυλά γρήγορα ο χρόνος αλλά η ακινησία προκάλεσε μούδιασμα και βγήκα έξω αγκαλιά με τη ρεγγίνα κι έμεινα κάτω από αχνιστό ήλιο μέχρι να μπουκώσουν τα πνευμόνια κι αφού δεν μπορούσα άλλο, επέστρεψα στην αφετηρία κι άνοιξα σ' έναν περαστικό την πόρτα αλλά μπήκα πρώτη μέσα, ανέβηκα μερικά σκαλιά, όχι όσα εκείνα στην Αγίου Νικολάου στην Πάτρα, αρκετά λιγότερα, περισσότερα όμως από εκείνα που είχε το δεύτερο σπίτι μου, το δίπλα στη θάλασσα, ξέπλυνα το δέρμα μου και κατανάλωσα λάχανο που αγκαλιάζει πολτοποιημένο μοσχάρι και ρύζι και μετά είπα να κάτσω να τα γράψω όλα αυτά γιατί ίσως αυτή η μέρα να καταλήξει να είναι η πιο ξεχωριστή με ξι κεφαλαίο αλλά χωρίς πολλά θαυμαστικά κι έτσι θα ήταν ωραίο να μείνουν κάπου γραμμένα οι πρώτες ώρες που έδωσαν τη σκυτάλη στην κορύφωση κι αν πάλι τελικά αποδειχτεί ότι δεν είναι παρά μια μέρα σαν όλες τις άλλες θα έχω χάσει πέντε λεπτά από το εικοσιτετράωρο, χρόνος αμελητέος μπροστά σε εκείνον που σπαταλάμε ζώντας μηχανικά.


8 Οκτωβρίου 2014

Το σχολείο μου.

8 Οκτωβρίου 1991

Πηγαίνω στο δεύτερο δημοτικό, σε ένα μεγάλο αλλά παλιό άσπρο σχολείο. Έχει ένα μεγάλο προαύλιο με δύο μπασκέτες, ένα δίχτυ για βόλλευ, στα αριστερά είναι οι τουαλέτες που αντί για λεκάνες έχουν κάτι τρύπες κι αποφεύγω να πηγαίνω γιατί δε μου αρέσουν και πολύ και στα δεξιά είναι ένα λυόμενο σπιτάκι που εκεί κάνουν μάθημα τα παιδιά με ειδικές ανάγκες. Καμιά φορά στα διαλείμματα τα αγόρια της τάξης μου κολλάνε τις μούρες τους στα παράθυρα από το λυόμενο όταν οι δασκάλες δεν κοιτάζουν και βγάζουν γλώσσα σε εκείνα τα παιδιά που είναι μέσα και δε βγαίνουν στο προαύλιο, ή βγαίνουν άλλες ώρες που εμείς κάνουμε μάθημα, δεν ξέρω. Το σχολείο μου έχει πάρα πολλά παιδιά, δύο ορόφους γεμάτες τάξεις κι επειδή ούτε σ' αυτές χωράμε, έχουμε βάρδιες, την πρωινή και την απογευματινή. Το κουδούνι χτυπάει στις οχτώ και τέταρτο για το πρωί και στις δυόμιση για το απόγευμα. Όταν χτυπήσει το κουδούνι, κάνουμε σειρές ο ένας πίσω απ' τον άλλο ανά τάξη έξω από το γραφείο του διευθυντή, τότε αυτός διαλέγει κάποιον στην τύχη κάποιον να πει το πάτερ ημών κι αν αυτός δεν το ξέρει, τον βάζει να το αντιγράψει πέντε φορές και τον εξετάζει την επόμενη μέρα γι' αυτό το λόγο στην προσευχή κρύβομαι από το μπροστινό μου για να μη βρω τον μπελά μου. Στην προσευχή πρέπει όλοι να καθόμαστε προσοχή και να είμαστε σοβαροί και να παριστάνουμε ότι καταλαβαίνουμε τι λέει εκείνο το κατεβατό που όλοι μάθαμε παπαγαλία τον πρώτο καιρό κι αυτό το ξέρω επειδή μια φορά όταν ήμουν πιο μικρή και καθόμουν στη σειρά μου, είχε κάτσει στην κουκούλα της μπροστινής μου μία σφήκα στην κουκούλα και προσπάθησα να τη διώξω κι αυτή ξανακαθόταν στο ίδιο σημείο, κι εγώ την ξανάδιωξα, κι αυτή εκεί το χαβά της και μες στην ησυχία του πάτερ ημών μου ξέφυγε ένα γελάκι και στο τέλος με φώναξε ο δάσκαλος που θα είχα την επόμενη χρονιά, με ρώτησε το όνομά μου και μετά μου έχωσε μία σφαλιάρα και ζεματίστηκε το μάγουλό μου γιατί λέει δε χαχανίζουμε στην προσευχή κι έτσι τώρα ξέρω. Γενικά τα μαθήματα δεν είναι και πολύ δύσκολα, εκτός από τις παπαγαλίες, έχουμε πολλές παπαγαλίες όπως ας πούμε την προπαίδεια που είναι και πολύ δύσκολη. Τις περισσότερες παπαγαλίες όμως τις έχει η ιστορία, η γεωγραφία και τα θρησκευτικά, γι' αυτό εγώ προτιμώ τα άλλα μαθήματα. Φέτος έχουμε για δάσκαλο το διευθυντή και είναι περίεργα γιατί δε μας κάνει όλες τις ώρες εκείνος αλλά έχουμε άλλο δάσκαλο για την ιστορία, άλλο για τα μαθηματικά. Αυτός ο δάσκαλος είναι λίγο περίεργος και μια φορά θυμάμαι είχε αρχίσει να χορεύει καλαματιανό μες στην τάξη αλλά το γιατί δεν το θυμάμαι. Πέρυσι είχαμε εκείνον που με είχε σφαλιαρίσει στην προσευχή. Αυτός ήταν πολύ αυστηρός και τρέμαμε όλοι αν μας σήκωνε για μάθημα και δεν ξέραμε. Μια μέρα που πρέπει να ήταν καλοκαίρι γιατί όλοι φορούσαμε κοντομάνικα, είχε γράψει στον πίνακα κάτι πράξεις και είχε σηκώσει κάποιους μαθητές στη σειρά να τις κάνουν. Κάποια στιγμή ήρθε και η σειρά του Βασίλη κι αυτός την έκανε λάθος την πράξη. Τότε τον ρωτάει ο δάσκαλος πόσο κάνει 7*8, αυτός απαντάει 49 κι εμείς χαχανίσαμε από κάτω, τον πλησιάζει ο δάσκαλος και τον ξαναρωτάει κι αυτός επιμένει 49, σηκώνει το χέρι του και του ρίχνει μια σφαλιάρα. Μετά τον ξαναρωτάει, 49 του λέει αυτός, του ξαναρίχνει σφαλιάρα. Τον ρωτάει άλλη μία, αυτός να επιμένει 49, σφαλιάρα ο δάσκαλος. Να μη σας τα πολυλογώ, πρέπει να τον ρώτησε ίσα με εφτά φορές κι αυτός απαντούσε όλο 49, το οποίο ήταν χαζομάρα άμα θέλετε τη γνώμη μου, γιατί προφανώς δεν ήταν η σωστή απάντηση. Αυτό που με πείραξε όμως σε όλους εμάς που καθόμασταν σαν αγάλματα στα θρανία μας είναι που κανείς δεν πετάχτηκε να πει ένα 56, ενώ όλες τις άλλες ώρες, ακόμα κι αν ο δάσκαλος ρώταγε κάποιον συγκεκριμένα, όλο κάποιος φανέρωνε τη σωστή απάντηση χωρίς να σηκώσει το χέρι του και τα ρέστα. Όταν βαρέθηκε ο δάσκαλος να ρίχνει σφαλιάρες, ρώτησε κάποιον άλλο στην τύχη και ευτυχώς αυτός απάντησε σωστά, και τότε ο δάσκαλος γύρισε προς το μαθητή που τώρα το μάγουλό του είχε γίνει κατακόκκινο, σαν να 'χε ψηθεί στο φούρνο και φωναχτά του είπε αν κατάλαβε, και τότε αυτός άρχισε κάτι κλάματα, αλλά ο δάσκαλος τον ανάγκασε να συνεχίσει την πράξη που άφησε στη μέση κι αυτός τώρα έκλεγε με αναφιλητά και έτρεμε και ευτυχώς χτύπησε το κουδούνι για έξω αλλά κανείς δεν κουνήθηκε, μόνο όταν τελείωσε την πράξη ο μαθητής και μας άφησε ο κύριος να βγούμε βγήκαμε έξω. Αυτά τα λίγα θυμάμαι από πέρυσι κι ευτυχώς δεν έχουμε τον ίδιο δάσκαλο και δεν πειράζει που έχουμε πολλούς διαφορετικούς για κάθε μάθημα κι ας λέει η μαμά μου ότι έχουμε καταντήσει σαν το γυμνάσιο.
Αυτή είναι η έκθεσή μου για το σχολείο και το αγαπώ πολύ κι ας έχει τα στραβά του κι αυτό όπως όλοι μας!





ΕΚΤΟΣ ΘΕΜΑΤΟΣ