2 Ιουνίου 2014

Καλλιθέα - Πετράλωνα

Δύο στάσεις.
Μπαίνω, βρίσκω θέση ανάμεσα στον γκριζαρισμένο κύριο και το σπασμένο τζάμι. Στη διπλανή τετράδα θέσεων κάθονται τρεις ηλικιωμένες κυρίες, οι δύο φίλες, η άλλη χαζεύει τη θέα των πολυκατοικιών. Ακούγεται ο ήχος κλεισίματος των θυρών, το τραίνο ξεκινά τον άρρυθμο τραμπαλισμό. 

Από το βάθος του βαγονιού ακούγεται ένα εξαντλημένο ακορντεόν που πασχίζει να παίξει τη μελωδία του θρυλικού νονού, ενώ ταυτόχρονα στηρίζει το βάρος του στους ώμους ενός νέου. Δίπλα του μία σκελετωμένη κυρία με ένα μωρό στην αγκαλιά προβάλει τη μαραζωμένη χούφτα της για βοήθεια στους επιβάτες. 

Η μελωδία πλησιάζει ως την άκρη των λοβών μας και η κοπέλα στέκεται δίπλα μας, δίπλα στην κάθε τετράδα απαρχαιωμένων καθισμάτων.
"Ήμουν εδώ το πρωί" , λέει η μία από τις  φίλες, "και πάλι μου ζήτησες λεφτά. Τι το ταλαιπωρείς το μωρό; δεν το σκέφτεσαι καθόλου, το μόνο που σε νοιάζει είναι να βγάλεις το μεροκάματο", ενώ ταυτόχρονα μαζεύει την τσάντα στο στήθος της και σφίγγει τα χείλη τόσο, που οι ρυτίδες δημιουργούν έναν παγωμένο καταρράκτη κάτω από τα ζυγωματικά της.
"Δωσ' μου εσύ λεφτά να το ταΐσω" , ανταπαντά σε σπαστά ελληνικά εκείνη.
"Να κάτσεις σπίτι σου, ν' αφήσεις τον άλλον να γυρνάει για το μεροκάματο", λέει η γηραιά κυρία, "ή μάλλον καλύτερα, να πας από 'κει που 'ρθες. Από εκεί που μας κουβαλήθηκες , εκεί να ξαναγυρίσεις".
"Και που ξέρεις αν μπορώ εγώ να γυρίσω πάλι πίσω;" αντιγυρίζει η νεαρή σχεδόν κλαίγοντας κι εξαφανίζεται στην επόμενη στάση.

Η τρίτη από τις κυρίες, με τα μαύρα αραιωμένα μαλλιά που τόση ώρα άκουγε χωρίς να αποστρέφει το βλέμμα της από το αστικό τοπίο, ξαφνικά τσιμπήθηκε και γυρίζοντας το κεφάλι της ανφάς, πήρε θέση:
"Γιατί το έκανες έτσι το κορίτσι; ναι, μπορεί να είναι άσχημο αυτό που κάνει στο μωρό, αλλά δεν έχεις το δικαίωμα να της πεις τι να κάνει και που να πάει"
"Φυσικά και έχω το δικαίωμα. Είμαι Ελληνίδα και τον πονάω τον τόπο μου που έχει βρωμίσει με όλους αυτούς που έρχονται και ζητιανεύουν και κλέβουν".
"Ξέρεις πόσα εκατομμύρια έλληνες είναι στο εξωτερικό; Δέκα εκατομμύρια, ΔΕΚΑ. Μία Ελλάδα ολόκληρη. Κι όσον αφορά τα εγκλήματα, δυο φορές κλέβουν οι ξένοι και τρεις οι Έλληνες, δεν είμαστε άγγελοι ούτε εμείς".
"Έχω πάει εγώ στο εξωτερικό, τι με πέρασες; Δεν ήταν έτσι κυρά μου όπως εδώ", απάντησε αναψοκοκκινισμένη, σχεδόν ουρλιάζοντας η άλλη, ενώ η φίλη της που τόση ώρα παρέμενε αμέτοχη, προσπαθούσε σιωπηλά να την καλμάρει. 
"Με μία εβδομάδα και δύο, κανείς δεν καταλαβαίνει το συστημα μιας χώρας", απαντά πάντα με σταθερή φωνή η μελαχρινή κυρία.

Οι θύρες άνοιξαν γι' ακόμη μια φορά, πετάχτηκα έξω την τελευταία στιγμή στην έξοδο του προορισμού μου.
Δύο στάσεις. 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια.