14 Αυγούστου 2013

Ψάρια.

Ήταν ένα καλοκαιρινό ήρεμο πρωινό σ'ένα χωριουδάκι της Αιτωλοακαρνανίας κι ο θείος μου, ο αποκαλούμενος "μάγειρας", έπαιρνε το πρωινό του, δηλαδή ρουφούσε τον αχτύπητο φραπέ και σταματούσε μόνο για τζούρες τσιγάρου.

Ένας ψαράς διέσχιζε το δρομάκι της Μπούχαλης,  ούτως ειπείν της γειτονιάς του, με ένα λευκό, παλιό ντάτσουν και μια βραχνιασμένη ντουντούκα και ξεψυχισμένος έλεγε: "Ψάρια... Ψάρια πουλάω... Ψάρια... Φρέσκα ψάρια...". Η αναγγελία πώλησης συνεχιζόταν αδιάκοπα και με ρυθμό και καμία νοικοκυρά δε φάνηκε να συγκινείται ιδιαίτερα από το γεγονός. Ο δύσμοιρος ψαράς έκοβε βόλτες γύρω από την πιο πυκνοκατοικιμένη γειτονιά του χωριού αλλά μάταια. Μέχρι που ένα κύμα αγανάκτησης τον πλυμμήρισε και φώναξε μέσα από τα γερασμένα ηχεία του: "Ψάρια γαμώ το Χριστό μου!".

Ήταν η μέρα που πήγαμε να χάσουμε το θείο μάγειρα από το γέλιο.

2 σχόλια:

  1. ταλαντουχο κουμπι μου!
    (εμενα η ιστορια μεκανε λιγο να κλαψω)

    το βραδακι θα διαβασω και τα υπολοιπα :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. xaxaχαχαχαχαχαχα! αγαπημενο! μπραβο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σχόλια.